- πώεα
- τὰ, Απληθ. βλ. πῶϋ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πώεα — πῶυ flock neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πῶυ flock neut nom pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώυ — πώεος, τὸ, πληθ. πώεα, ΜΑ 1. κοπάδι, αγέλη ζώων 2. συνεκδ. σμάρι παιδιών («πώεα παίδων», Νόνν.) αρχ. συν. στον πληθ. τὰ πώεα (στον Όμηρο) κοπάδι προβάτων («πώεα μήλων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ποιμένας] … Dictionary of Greek